- χλωροφορμιστής
- οαυτός που χλωροφορμίζει, ο βοηθός χειρουργού που δίνει το χλωροφόρμιο για την αναισθησία αυτού που χειρουργείται.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
χλωροφορμιστής — ο, θηλ. χλωροφορμίστρια, Ν [χλωροφορμίζω] (παλ. τ.) βοηθός χειρουργού, ο οποίος εκτελεί την χλωροφόρμιση … Dictionary of Greek